προοιωνίζομαι

προοιωνίζομαι
1) augurer
2) présager

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • προοιωνίζομαι — Ν παρέχω οιωνούς, προμηνύω, δίνω την ευκαιρία για προβλέψεις (α. «η άνοδος τού πληθωρισμού προοιωνίζεται πτώση τού βιοτικού επιπέδου» β. «η απόφαση του μόνο κακά προοιωνίζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἰωνίζομαι (< οἰωνός). Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • προοιωνισμός — ο, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προοιωνίζομαι, προμήνυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προοιωνίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Κυπριανό] …   Dictionary of Greek

  • κακομελετώ — (Μ κακομελετῶ, άω) μελετώ ή λέγω ή βάζω στον νου κάποιο κακό, κάποια συμφορά, χρησιμοποιώ δυσοίωνες λέξεις σαν να προοιωνίζομαι μια συμφορά για κάποιον («μη μέ κακομελετάς») μσν. σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • καλομελετώ — άω 1. μελετώ καλά, επαρκώς 2. λέω ή έχω στον νου μου τα καλά, προοιωνίζομαι τα καλά 3. παροιμ. «καλομελέτα κι έρχεται» δηλ. η αισιόδοξη διάθεση επιδρά ευνοϊκά σε κάθε προσπάθεια …   Dictionary of Greek

  • καταδικάζω — (AM καταδικάζω) [καταδίκη] εκδίδω καταδικαστική απόφαση, κρίνω κάποιον ως ένοχο σε δίκη, επιβάλλω ποινή, τιμωρώ νεοελλ. 1. κρίνω εκ τών προτέρων την τύχη κάποιου («ο θεός τόν καταδίκασε να σέρνεται») 2. προδικάζω κακή έκβαση, προοιωνίζομαι κακό… …   Dictionary of Greek

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προϋπαινίσσομαι — Α [ὑπαινίσσομαι] προοιωνίζομαι κάτι («τοῡτο γὰρ προϋπῃνίσσετο βάτος», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

  • καλομελετώ — και καλομελετάω καλομελέτησα, καλομελετήθηκα, καλομελετημένος 1. μελετώ καλά: Για να περάσεις στις εξετάσεις, πρέπει να καλομελετήσεις τα μαθήματά σου. 2. προοιωνίζομαι καλά: Καλομελέτα κι έρχεται (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”